χρησμηγόρος

χρησμηγόρος
-ον, Α
αυτός που απαγγέλλει χρησμούς, μάντης, προφήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + -ηγόρος (< ἀγορά), πρβλ. δημ-ηγόρος, ἐτυμ-ηγόρος. Το -η- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χρησμηγόρος — uttering oracles masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρησμηγόρον — χρησμηγόρος uttering oracles masc/fem acc sg χρησμηγόρος uttering oracles neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρησμηγορώ — έω, Α [χρησμηγόρος] απαγγέλω χρησμούς, είμαι χρησμηγόρος* …   Dictionary of Greek

  • χρησμήτωρ — ορος, ὁ, Α χρησμηγόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *χρησμῶ + κατάλ. τωρ (πρβλ. ἡγή τωρ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”